- περιαγκώνισμα
- περιαγκών-ισμα, ατος, τόA tying of the hands behind the back, Phot.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περιαγκώνισμα — τὸ, Α [περιαγκωνίζω] το δέσιμο τών χεριών στη ράχη … Dictionary of Greek